κραυγήν

κραυγήν
κραυγή
crying
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • въпль — ВЪПЛ|Ь (78), Ѧ с. Крик: и пришедъ [слепец] по обычаю мол˫ашесѩ. сице же на ѹтрьнии дондеже и поющемъ вопль ѥго сътѹжи. СкБГ XII, 24а; Приходѩщиихъ на пѣниѥ въ цр҃кви хощемъ не въпльмь бещиньныимь творити. (βοαῖς) КЕ XII, 63а; плѩсани˫а. мьрзости …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • πυρσεύω — ΝΜΑ [πυρσός (Ι)] 1. κάνω σήμα με πυρσούς σε κάποιον που βρίσκεται μακριά 2. βάζω σε κάτι φωτιά, πυρπολώ μσν. αρχ. φωτίζω («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας... τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῑσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας», Μηναί.) αρχ. 1. ανάβω, καίω 2.… …   Dictionary of Greek

  • συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”